αρχικηΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΔ. Νανόπουλος: «Δεν ήμουν το καλό παιδί με τα γυαλιά μυωπίας, που τριγυρνούσε γύρω από τη μάνα του»

Δ. Νανόπουλος: «Δεν ήμουν το καλό παιδί με τα γυαλιά μυωπίας, που τριγυρνούσε γύρω από τη μάνα του»

Ο Δημήτρης Νανόπουλος είναι από τους πιο γνωστούς διεθνώς Έλληνες επιστήμονες. Είναι αυτός ο όποιος μαζί με την ομάδα του πήρε τις τελευταίες δεκαετίες δυο βραβεία Αϊνστάιν για τις καλύτερες εργασίες που έχουν γραφτεί πάνω στη θεωρία της σχετικότητας.

Στα παρακάτω αποσπάσματα, μπορείτε να δείτε μερικά πράγματα που έχει πει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του. Και κάποια από αυτά μπορούν να λειτουργήσουν ως χρήσιμα μαθήματα για όλους μας

Λόγια του θεωρητικού φυσικού Δημήτρη Νανόπουλου:

«Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1948.

Δεν ήμουν το καλό παιδί με τα γυαλιά μυωπίας, που τριγυρνούσε γύρω από τη μάνα του και τα βιβλία του. Καμιά σχέση, εγώ το μυαλό μου τότε μέχρι και την 3η γυμνάσιου το είχα στα γήπεδα και στις αλάνες.

Είχα διαλέξει αρχικά τις κλασικές σπουδές.
Δεν ήμουν και καλός μαθητής, μάλλον μέτριος ήμουν.
Ύστερα όμως συνέβη κάτι παράξενο στη ζωή μου.
Ο πατέρας μου στην 4η γυμνάσιου μου έφερε ένα καταπληκτικό εξωσχολικό βιβλίο φυσικής. Όταν το έπιασα στα χέρια μου μαγεύτηκα, τρελάθηκα. Και το παράξενο είναι, πως πραγματικά μου ήρθε και το πήρα στα χέρια μου γιατί τότε δεν ήμουν αυτό που μπορεί να φαντάζονται.

Εκεί λοιπόν που ξεφύλλιζα το βιβλίο άρχισα να το διαβάζω μετά μανίας, όπως όταν διαβάζει κάποιος πρώτη φορά στη ζωή του ένα μυθιστόρημα. Δεν το άφηνα από τα χέρια μου, έλεγα συνέχεια «τι γίνεται, τι λέει εδώ πέρα;» αυτό το βιβλίο ήταν που μου έδωσε την πρώτη μεγάλη ώθηση.

Στην 4η Γυμνασίου άρχισα να λύνω συνέχεια ασκήσεις φυσικής από μόνος μου. Είχε αποκτήσει μεγάλο ενδιαφέρον στη ζωή μου αυτή η επιστήμη. Θυμάμαι ότι από τότε,αρκετά παιδιά παγαίνανε φροντιστήριο για να λύσουν αυτές τις ασκήσεις και εγώ καθόμουν και τις έλυνα μόνος μου.

Με σηκώνει κάποια στιγμή ο καθηγητής να πω το μάθημα, λύνω τις ασκήσεις και με ρωτάει Νανόπουλε μόνος σου τις έλυσες;
Είχε το βλέμμα τις δυσπιστίας, δεν μπορούσε να το πιστέψει, φανταζόταν και εκείνος πως το πιθανότερο ήταν να πηγαίνω φροντιστήριο όπως και οι υπόλοιποι συμμαθητές μου.

Το φροντιστήριο για μένα τότε ήταν μια πολυτέλεια. Δεν είχαμε πολλά χρήματα για να κάνουμε τέτοιες κινήσεις. Ο πατέρας μου δούλευε στον Ευαγγελισμό και η μητέρα μου ήταν μια απλή νοικοκυρά.

Μετά προς το τέλος του γυμνάσιου, άλλαξα σχολείο και γνώρισα ένα φοβερό καθηγητή φυσικής τον Τσιγκούνη, που με βοήθησε πάρα πολύ. Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.

Αλλά είχα τρέλα. Είχα τρέλα με τη μπάλα και με τη φυσική.

Ήθελα να περάσω στο Φυσικό τμήμα και πέρασα. Τελείωσα πολύ γρήγορα τη σχολή μου, γιατί επιτέλους έκανα αυτό που μου άρεσε πολύ. Όταν τέλειωσα όμως αποφάσισα ότι ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές και κατάφερα με πολύ κόπο να πάρω υποτροφία για το πανεπιστήμιο του Σάσεξ στην Αγγλία.

Τελειώνοντας από το Σάσεξ και με την παρότρυνση του υπεύθυνου των σπουδών μου τότε, αλλά και με την τρέλα τη δική μου για γνώση, πάω στο CERN για πρώτη φορά σαν επισκέπτης.

Μετά κάνουν γράμμα στην Ελλάδα από το CERN και τους λένε, «θέλετε η Ελλάδα να βάλει το Νανόπουλο, σαν εκπρόσωπο της Ελλάδας στο CERN;».

Ε,από εκεί πηγαίνω για ένα διάστημα στην Γαλλία, έπειτα στο Χάρβαρντ και μετά με παίρνουν πίσω στο κέντρο πυρηνικών ερευνών Ευρώπης στη Γενεύη.

Θυμάμαι όταν πήγαινα μια μέρα στο Πανεπιστήμιο -που εργαζόμουν- και μάλιστα αρκετά αργοπορημένος, έρχεται τότε ο Πρύτανης να μου πει ότι εγώ και η ομάδα μου ήμασταν υποψήφιοι για το Νόμπελ.
Εγώ τα έχασα. Ήταν κάτι που ειλικρινά δεν μου είχε περάσει μέχρι τότε από το μυαλό, γιατί ήμουν και αρκετά νέος.
Λοιπόν, όταν ύστερα έφυγα από το πανεπιστήμιο, στο δρόμο που ήμουν άρχισα να αναρωτιέμαι αν τα είχα χάσει.
Μιλούσα μόνος μου στο δρόμο και έλεγα στον εαυτό μου «βρε μπας και έχω τίποτα παραισθήσεις;».
Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ήταν κάτι το ασύλληπτο. Ήταν μεγάλη τιμή αυτό για μένα.

Την περίοδο 1997-98 με απέκλεισε το Πανεπιστήμιο Αθηνών ως υποψήφιο καθηγητή.

Είναι μια τραγική ιστορία.

Κάποια στιγμή που βρισκόμουν στην Γενεύη με παίρνει κάποιος και μου ανακοινώνει ότι κάποιοι καθηγητές ζητάνε την μετάκληση μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εγώ δεν είχα κάποιο πρόβλημα τους είπα «προχωρήστε το, και βλέπουμε».
Τι συνέβη τώρα, ένα-δυο βράδια πριν παρθεί η απόφαση, μου τηλεφωνεί κάποιος «φίλος» και μου λέει με ένα απίστευτο ύφος ότι θα πρέπει να αποσύρω την μετάκληση μου, αλλά με δική μου απόφαση αν γίνεται.
Εγώ τα έχασα, όταν λεμέ τα έχασα, έμεινα εμβρόντητος.
Θυμάμαι πως έτρωγα εκείνη τη στιγμή και του λέω «Τι θες να πεις, δεν καταλαβαίνω» και μου λέει «Να μωρέ υπάρχουν κάποια θέματα και καλό θα ήταν να αποσύρεις την μετάκληση», εγώ εκείνη τη στιγμή τρελαμένος όπως ήμουν τους λέω:
«Δεν πρόκειται να αποσύρω τίποτα». Αυτοί τότε τα χάσανε, γιατί δεν το περίμεναν. Γίνεται λοιπόν η ψηφοφορία και βγαίνει 4 υπέρ και 6 κατά. Την επομένη, επειδή ήμουν γνωστός στην Ελλάδα και ήδη εκλεγμένο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, έγινε όλο αυτό πρώτο θέμα.
Σε σημείο που πραγματικά ντρεπόμουν να βγω από το σπίτι μου.
Δεν θυμάμαι σου μιλάω ειλικρινά στη ζωή μου, να έχει γίνει αλλού τέτοιο πράγμα σε πανεπιστημιακό θέμα.
Μάλλον πίκρα ένιωσα περισσότερο. Πίκρα και ντροπή γιατί το θέμα είχε πάρει εκτάσεις, και άνθρωποι σοβαροί μου τηλεφωνούσαν και μου έλεγαν «μα τι πράγματα είναι αυτά που κάνει η χώρα σας;». Πιστεύω ότι όλο αυτό έγινε από φθόνο και μίσος προς έμενα. Φάνηκε όμως πως ήταν ανόητοι τελικά, γιατί στο τέλος αυτά που μένουν είναι τα βιογραφικά.

Τώρα πια σε αυτούς που με ρωτάνε για αυτό το θέμα τους απαντώ ότι «Τρέξτε να δείτε τα βιογραφικά τους και θα καταλάβετε γιατί συνέβη αυτό που συνέβη». Δεν υπήρχε αξιολόγηση στην Ελλάδα τότε.

Κατόρθωσα, πιστεύω, να έχω μια φυσιολογική ζωή. Δεν είμαι μονόχνοτος άνθρωπος, ούτε απομονωμένος από τους άλλους, κλεισμένος συνέχεια σε ένα γραφείο δουλεύοντας. Όλα αυτό το πρότυπο του «τρελού» επιστήμονα που έχει ο κόσμος στο μυαλό του, έχει βγει μονάχα από τις ταινίες.

Εμένα μου αρέσει η ζωή, μ’ αρέσει ο κινηματογράφος, μου αρέσει η καλή μουσική, μου αρέσει να απολαμβάνω το ποτό μου, μου αρέσουν τα ταξίδια και τα ρεστοράν. Εδώ μπαίνει νομίζω και η κουλτούρα του Έλληνα. Αυτή η τρέλα να περνάμε πάντα καλά, ακόμα και όταν ζούμε άσχημες καταστάσεις.

Θέλω να πω κάτι στους νέους εδώ.
Τώρα είναι πολύ ωραία να κάθεσαι και να αφηγείσαι τη ζωή σου, αλλά όταν το κάνεις, πονάς πολύ, γιατί παίρνεις ρίσκα.

Αυτό που θέλω λοιπόν να πω στους νέους είναι ότι η ζωή είναι γεμάτη ρίσκα που πρέπει να πάρεις.
Πάνε μπροστά μόνο αυτοί που ρισκάρουν.
Δεν μπορείς να πας μπροστά στη ζωή σου, αν δεν πάρεις κάποιο ρίσκο.

Η ζωή χωρίς το ρίσκο είναι μια ζωή βδελυρή, ανούσια, ξηρή, που θα περάσει έτσι.

Δεν μπορείς να κάθεσαι στο σπίτι σου ή στον υπολογιστή σου και να σου έρχονται όλα έτοιμα. Δεν έρχονται έτοιμα αυτά τα πράγματα, χρειάζεται ρίσκο επαναλαμβανόμενο, συγκροτημένο και με μέτρο.

Ο Δημήτρης Νανόπουλος είναι από τους πιο γνωστούς -διεθνώς- Έλληνες επιστήμονες. Είναι αυτός, ο όποιος μαζί με την ομάδα του πήρε τις τελευταίες δεκαετίες δυο βραβεία Αϊνστάιν για τις καλύτερες εργασίες που έχουν γραφτεί πάνω στη θεωρία της σχετικότητας. Είναι ένας άνθρωπος που πέρα από την επιστήμη έχει γνώμη και άποψη για όλα τα μεγάλα θέματα της ελληνικής κοινωνίας».

Πηγή: Αποσπάσματα απο συνέντευξεις σε

-Γκρέκα
-lifo.gr

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΧΟΛΙΑ

Αφήστε ένα σχόλιο

12 − two =