Η κρίση έχει αφήσει τα σημάδια της στην Ελλάδα. Και όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αλλά ακόμα και στα μικρά χωρία. Ο Panos Mourdoukoutas είναι σήμερα καθηγητής και Chair of the Department of Economics στο LIU Post, στη Νέα Υόρκη. Διδάσκει επίσης στο Columbia University. Σε άρθρο του στο Forbes, παραθέτει μια διαφορετική επιχειρηματική ιστορία. Από ένα χωρίο της Ελλάδας.
«Υπήρχε κάποτε ένα μικρό καφενείο σε ένα ελληνικό χωριό της νότιας Πελοποννήσου που άκμαζε – και υπήρχαν πολλοί λόγοι που συνέβαινε αυτό. Κατ’ αρχάς όλο το χωριό άκμαζε. Οι νέοι άνθρωποι έρχονταν από τις μεγαλουπόλεις στο χωριό, όπου έχτιζαν τα σπίτια τους και έκαναν τις οικογένειές τους. Επίσης υπήρχαν πολλές πηγές εισοδημάτων. Οι άνθρωποι μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα αμπέλια ή να γίνουν κτηνοτρόφοι. Ο τρίτος λόγος ήταν η οικονομική ελευθερία. Τότε, υπήρχαν πολύ λίγοι περιορισμοί που εμπόδιζαν την έναρξη και τη λειτουργία μιας επιχείρησης», σημειώνει.
Και συμπληρώνει: «Το μικρό καφενείο δεν τα πηγαίνει καλά πλέον. Ούτε όμως και το χωριό. Πλέον οι νέοι άνθρωποι δεν έρχονται σε αυτό για να χτίσουν τα σπίτια τους, ενώ οι άνθρωποι που παραμένουν δεν έχουν πολλές ευκαιρίες για να βγάλουν χρήματα».
Για τον ίδιο, οι ετίες ξεκινούν από την Ευρωπαική Ένωση. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση τους είπε ότι ήρθε η ώρα να σταματήσουν την καλλιέργεια των αμπελιών. Ακολούθησαν οι επιδοτήσεις, για να διασφαλιστεί ότι οι αγρότες θα σταματούσαν τις εργασίες τους. Μετά ήρθαν οι επιδοτήσεις για την ανάπτυξη της καλλιέργειας των ελαιόδεντρων – χωρίς προφανώς να υπολογίζουν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη καλλιέργεια είναι εποχική και η ποσότητα των ελαιόδεντρων μεταβάλλεται από έτος σε έτος. Κατόπιν, οι ρυθμίσεις των Βρυξελλών περιόρισαν την οικονομική ελευθερία και αύξησαν τα κόστη έναρξης και λειτουργίας μιας επιχείρησης. Μεταξύ άλλων, έπρεπε ακόμη και τα μικρά καταστήματα, όπως το καφενείο της ιστορίας μας, να αποκτήσουν συσκευές POS για τη χρήση πιστωτικής/χρεωστικής κάρτας. Ειπώθηκε μάλιστα ότι τέτοιες λύσεις θα οδηγούσαν στη μείωση της φοροδιαφυγής. Την ίδια ώρα, όμως, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού δεν έχουν κάρτες, ενώ ορισμένοι αγνοούν την ύπαρξή τους».
Όπως τονίζει: «Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες δεν απασχόλησαν τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και της Αθήνας, καθώς είχαν ως στόχο να κάνουν όλους τους Έλληνες ίσους – ίσους στη φτώχεια».
Το δυσκολότερο μέρος είναι ότι αυτές οι επιβαρύνσεις ήρθαν στη δυσκολότερη οικονομικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο για την Ελλάδα. Το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά το ήμισυ και ακόμη και ο καφές έχει γίνει πολυτέλεια που πολλοί δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά.
Εν τω μεταξύ, στο μικρό καφενείο οι λιγοστοί εναπομείναντες πελάτες πίνουν τον καφέ τους.
Ο καθηγητής καταλήγει: «Αυτό είναι λυπηρό για το χωριό και για την Ελλάδα ως σύνολο. Είναι ένα σημάδι του πόνου που επέφεραν οι πολιτικές ρυθμίσεις στις μικρές επιχειρήσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Ήρθαν στη χειρότερη δυνατή στιγμή.
Αυτό είναι λυπηρό και για εμένα, γιατί εγώ ήμουν αυτός που δούλευε αυτό το μικρό καφενείο τις παλιές καλές μέρες».