Ο συνιδρυτής του WhatsApp, Μπράιαν Άκτον αποκάλυψε το λόγο που αποχώρησε από το Facebook πέρυσι, σε μια συνέντευξη-ποταμό στο Forbes, που σήμερα έχει γίνει το νούμερο ένα θέμα συζήτησης στη Σίλικον Βάλεϊ. Ο Άκτον εγκατέλειψε το Facebook το 2017, τρία χρόνια μετά την εξαγορά της εταιρείας WhatsApp για 16 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο συνιδρυτής του, Γιαν Κουμ, έφυγε το 2018 και σύμφωνα με το Forbes, είναι δύσκολα προσβάσιμος ενώ πλέει στη Μεσόγειο. Ο Άκτον λέει για πρώτη φορά αυτό που πολλοί ψιθύριζαν από την αποχώρησή του: το κλίμα με τον Ζούκερμπεργκ ήταν ψυχροπολεμικό. Στη συνέντευξη αναφέρθηκε σε μια συνάντηση όπου βρέθηκε ενώπιον του Μαρκ Ζούκερμπεργκ και των δικηγόρων του Facebook. Θέμα ήταν φυσικά το πώς το Facebook θα μπορούσε να κερδίσει χρήματα από την WhatsApp. Οι ιδρυτές της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων ήταν απρόθυμοι να εισαγάγουν διαφημίσεις στην υπηρεσία, αλλά αυτός ήταν ο κύριος τρόπος να κερδίσει χρήματα το Facebook.
Συγκεκριμένα, διαμαρτυρήθηκαν για το αν η επιμονή του Facebook να εισαγάγει διαφημίσεις στο WhatsApp σήμαινε ότι ο Άκτον θα μπορούσε να πάρει το μερίδιό του και να φύγει. Η τιμή αγοράς των 16 δισ. δολαρίων ανερχόταν σε 4 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και 12 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετοχές του Facebook. Εάν το Facebook εισήγαγε ποτέ διαφημίσεις παρά τη θέληση των ιδρυτών του WhatsApp, εκείνοι θα μπορούσαν να πάρουν όλο το διαθέσιμο απόθεμα πριν από την συμφωνημένη τετραετή περίοδο.
«Σκέφτηκα ‘θέλεις να κάνεις όλα αυτά τα πράγματα που δεν θέλω να κάνω. Είναι καλύτερα να βγω από τη μέση’ και αυτό ακριβώς έπραξα», λέει ο Άκτον για την απόφαση που του στοίχισε περίπου 850 εκατομμύρια δολάρια από την πτώση των μετοχών.
Οι αποκαλύψεις του Άκτον για τα όσα συνέβησαν στο WhatsApp και τα σχέδια του Facebook για την εφαρμογή, προσφέρουν σπάνια πρόσβαση σε επίπεδο στελεχών μια εταιρείας, που καθορίζει σε διεθνές επίπεδο τα δεδομένα για την ιδιωτικότητα ενώ φαίνεται να απομακρύνεται από τις ιδρυτικές ρίζες του. «Πούλησα την ιδιωτικότητα των χρηστών. Έκανα μία συνειδητή επιλογή και έναν συμβιβασμό. Ζω κάθε μέρα με αυτό», λέει ο Άκτον.
Παρά την μεταβίβαση αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο Άκτον λέει ότι δεν ανέπτυξε ποτέ μια σχέση συμπάθειας με τον Ζούκερμπεργκ. «Δεν θα μπορούσα να σας πω πολλά για τον τύπο», λέει. Το Facebook αγόρασε το Instagram για ένα δισεκατομμύριο δολάρια το 2012 και δύο χρόνια αργότερα ξόδεψε 19 δισεκατομμύρια δολάρια για το WhatsApp. Το Instagram επέστρεψε γρήγορα κέρδη στο Facebook και ο Ζούκερμπεργκ ήλπιζε πως αντίστοιχη επιτυχία θα είχε και το WhatsApp. Το Facebook αποφάσισε να κυνηγήσει γρήγορα κέρδη με δύο τρόπους. Πρώτον με τις στοχευμένες διαφημίσεις στο WhatsApp που κατά τον Άκτον έσπαγε σαν πρακτική ένα κοινωνικό συμβόλαιο με τους χρήστες του. Το μότο του Άκτον ήταν «Όχι διαφημίσεις, όχι παιχνίδια, όχι κόλπα» – στον αντίποδα της στάσης που ήθελε να κρατήσει η μητρική εταιρεία, της οποίας το 98% των εσόδων εξασφαλίζονταν από τις διαφημίσεις. Το Facebook προώθησε επίσης την πώληση ειδικών εργαλείων σε επιχειρήσεις, ώστε να μπορούν να επικοινωνήσουν απευθείας με τους χρήστες. Με τις εταιρείες να δείχνουν ενδιαφέρον, το Facebook θέλησε να τους πουλήσει και τα εργαλεία ανάλυσης των στατιστικών δεδομένων. Όμως η κωδικοποίηση των μηνυμάτων εμπόδιζε τόσο τους διαχειριστές του WhatsApp όσο και το Facebook να αποκτήσουν πρόσβαση στα μηνύματα.
Ο Άκτον πλήρωσε ακριβά για το δικαίωμά του να μιλήσει. «Η διοίκηση πρότεινε στο τέλος έναν συμβιβασμό, στον οποίο επιχείρησε να εισαγάγει και έναν όρο εμπιστευτικότητας (…) Αυτός ήταν ο λόγος που άλλαξα γνώμη ενώ επιχειρούσαμε να καταλήξουμε σε κάποια συμφωνία». Το Facebook απαντά δια εκπροσώπου πως χάρη στις ακούραστες προσπάθειες της ομάδας για την ανάπτυξη «πολύτιμων στοιχείων« στην εφαρμογή, το WhatsApp είναι πλέον ένα σημαντικό κομμάτι στις ζωές περισσότερων από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπων. «Είμαστε ενθουσιασμένοι για όσα μας επιφυλάσσει το μέλλον».
Μια τέτοιου είδους απάντηση καλύπτει και τα ζητήματα που ώθησαν τους ιδρυτές του Instagram να παραιτηθούν απροειδοποίητα. Ο Κέβιν Σίστρομ και ο Μάικ Κρίγκερ παραιτήθηκαν από τις θέσεις του εκτελεστικού διευθυντή και του υπεύθυνου τεχνικών υπηρεσιών αντίστοιχα, χωρίς να δώσουν σαφείς εξηγήσεις για την απόφαση τους. Ο Σίστρομ περιορίστηκε σε μια ανάρτηση στο blog του που ισχυρίζεται ότι αμφότεροι επέλεξαν να μην εργαστούν για ένα διάστημα αναζητώντας ξανά την έμπνευση και τη δημιουργικότητά τους.
Ο Άκτον αποκαλύπτει πως οι διευθύνοντες σύμβουλοι του Facebook αναρωτήθηκαν για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να προσφέρουν συγκεντρωτικά δεδομένα από το κρυπτογραφημένο περιβάλλον στις επιχειρήσεις. Τα σχέδια του Facebook πάντως παραμένουν μέχρι και σήμερα ασαφή. Όταν η διευθύνουσα σύμβουλος λειτουργίας του Facebook ερωτήθηκε από τη Γερουσία τον Σεπτέμβριο, σχετικά με το αν το WhatsApp εξακολουθεί να χρησιμοποιεί κρυπτογραφικά εργαλεία, εκείνη απέφυγε να απαντήσει ευθέως.
Πηγή: LIFO