Σχέδιο ενίσχυσης των χορηγήσεων θα βάλουν μπρος κυβέρνηση και τράπεζες μετά τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, προκειμένου το τραπεζικό σύστημα να αρχίσει να ξαναβρίσκει τον ρόλο του στην Οικονομία, στηρίζοντας την ανάκαμψή της. Η έμφαση θα δοθεί στις επιχειρηματικές χορηγήσεις και δη στη χρηματοδότηση νέων επιχειρηματικών ιδεών, που διακρίνονται από καινοτομία και εξωστρέφεια.
Καθώς οι τράπεζες έχουν βελτιώσει τις συνθήκες της ρευστότητάς τους συνεπεία της μείωσης του δανεισμού τους από τον ELA (κατά 43,1 δις. ευρώ ή 49% τους τελευταίους 18 μήνες) και της συνολικής εξάρτησής τους από το ευρωσύστημα (κατά 40,9 δις. ευρώ ή 38%), και παράλληλα θα αρχίσουν να υλοποιούν εντατικά τους στόχους μείωσης των “κόκκινων” δανείων με τη βοήθεια του εξωδικαστικού συμβιβασμού, στο προσκήνιο έρχεται το κεφάλαιο “νέες χορηγήσεις”. Πρόκειται για στόχο ζωτικής σημασίας τόσο για τις τράπεζες, όσο και για την ελληνική Οικονομία, ο οποίος ταυτόχρονα υπαγορεύεται από την ΕΚΤ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως σημειώνει το Capital.gr.
Ενώ στην υπόλοιπη ευρωζώνη, η ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης έχει ήδη ξεκινήσει, στην Ελλάδα παραμένει “ημιθανής”.
Η ζήτηση για νέα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια παρέμεινε ασθενής και σχεδόν αμετάβλητη το 2016, όπως προκύπτει από την Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων που διενεργεί η Τράπεζα της Ελλάδος σε τριμηνιαία βάση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μείωσης της ζήτησης δανειακών κεφαλαίων από τα νοικοκυριά είναι το γεγονός πως κατά τη διάρκεια του 2007 οι τράπεζες γίνονταν αποδέκτες 1.182 αιτήσεων ανά εργάσιμη ημέρα για χορήγηση στεγαστικών δανείων και 32.273 αιτήσεων για χορήγηση καταναλωτικών δανείων, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών καρτών. Το 2016, οι αντίστοιχοι αριθμοί αιτήσεων ανέρχονταν σε μόλις 82 (-93%) και 4.455 (-86%).
Σε αντίθεση με την τεράστια μείωση της ζήτησης δανειακών κεφαλαίων από τα νοικοκυριά, η κατάσταση στις επιχειρηματικές χορηγήσεις δείχνει τα πρώτα σημάδια αναιμικής ανάπτυξης. Τον Νοέμβριο του 2016, για πρώτη φορά μετά το 2011, οι καθαρές ροές δανείων προς επιχειρήσεις εμφάνισαν αύξηση 283 εκ. ευρώ. Η τάση συνεχίστηκε τον Δεκέμβριο, με αποτέλεσμα το τελευταίο δίμηνο του 2016 οι καθαρές ροές δανείων προς επιχειρήσεις να εμφανίσουν, για πρώτη φορά την τελευταία πενταετία, οριακή αύξηση. Δηλαδή, η ροή των νέων πιστώσεων που εκταμίευσαν οι τράπεζες προς επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της αντίρροπης ροής αποπληρωμών παλαιών δανείων από τις επιχειρήσεις προς τις τράπεζες και των διαγραφών, παρουσίασε οριακή αύξηση. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως, μεσοσταθμικά, οι μηνιαίες καθαρές ροές δανείων από τον Ιανουάριο του 2011 έως και τον Οκτώβριο του 2016 ήταν αρνητικές κατά 3,8%. Αυτή η τάση πλέον έχει αντιστραφεί.
Όπως επισημαίνουν οι τραπεζίτες, το πρόβλημα πλέον δεν είναι η έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών, αλλά η απουσία υγιούς ζήτησης για νέα δάνεια. Οι τράπεζες διαθέτουν την απαραίτητη ρευστότητα ειδικά για τη στήριξη αναπτυξιακών πρωτοβουλιών στη χώρα, εφόσον όμως προέρχονται από υγιείς και βιώσιμες επιχειρήσεις.
Τα δάνεια προς επιχειρήσεις αποτελούσαν τον Δεκέμβριο 2016 το 55,2% της συνολικής χρηματοδότησης των τραπεζών προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα. Το υπόλοιπο 44,8% αποτελούσαν τα δάνεια προς τα νοικοκυριά. Εξ αυτών το 70% αφορούσε στεγαστικά δάνεια (31,5% επί του συνόλου).
Όπως καταγράφεται στα Στοιχεία Τεκμηρίωσης για τη λειτουργία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος που δημοσίευσε η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, τον Δεκέμβριο 2016 το συνολικό υπόλοιπο των δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις ανερχόταν σε 195 δισ. ευρώ και ήταν μειωμένο κατά 9 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2015 (204 δισ.). Εξ αυτών 61,4 δισ. ευρώ ήταν στεγαστικά δάνεια, 26 δισ. καταναλωτικά και 94,6 δισ. επιχειρηματικά.
Σημειώνεται ότι τα δάνεια, αν και ως ποσό μειώθηκαν οριακά, ως ποσοστό του ενεργητικού των τραπεζικών ομίλων αυξήθηκαν και ανήλθαν σε 58,2% στις 30.6.2016 από 53,5% στις 31.12.2015 λόγω της μείωσης του ενεργητικού τους, η οποία προέκυψε κατά κύριο λόγω από την πώληση θυγατρικών στο εξωτερικό.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο ετήσιος ρυθμός μείωσης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις περιορίστηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια του 2016 και τον Δεκέμβριο ήταν μόλις -0,1%. Παρόμοια ήταν η εξέλιξη του ρυθμού μείωσης της τραπεζικής πίστης προς τα νοικοκυριά για τη χρηματοδότηση καταναλωτικών δαπανών: ο ρυθμός αυτός έχει επιστρέψει στα επίπεδα που καταγράφονταν αμέσως μετά την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης. Αντιθέτως, ο ετήσιος ρυθμός μείωσης των στεγαστικών δανείων παρέμεινε σταθερός για τέταρτο κατά σειρά έτος.
Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, η μελλοντική εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα θα εξαρτηθεί από δυο βασικούς παράγοντες: α) την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, και β) τις μακροοικονομικές εξελίξεις, οι οποίες ασκούν σημαντική επίδραση στην εμπιστοσύνη, ενισχύουν ή αποδυναμώνουν τη ζήτηση δανειακών κεφαλαίων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αμβλύνουν ή οξύνουν το πρόβλημα των επισφαλειών και επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τη ρευστότητα των τραπεζών και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας.
Σε ό,τι αφορά τα “κόκκινα” δάνεια, σημειώνεται ότι το 2016, για πρώτη φορά από το 2014, παρατηρήθηκε υποχώρηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Ωστόσο, το έργο μείωσής τους προς τον μέσο όρο της ευρωζώνης θα αποτελέσει “μαραθώνιο” για τις τράπεζες, αφού η επιδείνωση των δανειακών χαρτοφυλακίων που έχει συντελεσθεί τα τελευταία εννέα χρόνια είναι δραματική. Τον Δεκέμβριο του 2007 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονταν σε ποσοστό μόλις 4,5%, το οποίο ήταν πολύ κοντά στον αντίστοιχο μέσο όρο (2,9%) για πιστωτικά ιδρύματα μεσαίου μεγέθους της ευρωζώνης. Στα τέλη του 2016, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε σκαρφαλώσει στο 38%.