Από προχτές, 1 Νοεμβρίου, οι επιχειρήσεις στη Νέα Υόρκη που προσλαμβάνουν εργαζομένους, υποχρεούνται να αναφέρουν το εύρος μισθού που προσφέρουν (μίνιμουμ και μάξιμουμ) για μια ανοιχτή θέση εργασίας. Αυτό θα είναι αναγκαστικό τόσο στις έντυπες όσο και στις online αγγελίες.
Ο στόχος αυτού του νέου νόμου είναι να γίνουν πιο διαφανείς οι εταιρίες, αναφορικά με τους μισθούς που προσφέρουν. Οι εργαζόμενοι ελπίζουν ότι θα τους δώσει περισσότερη δύναμη για να συζητήσουν και να διαπραγματευτούν την αμοιβή τους. Ενώ ένας ακόμα βασικός στόχος του νόμου είναι να συμβάλει στην κάλυψη του μισθολογικού χάσματος.
Βέβαια η προσαρμογή… δεν είναι εύκολη όπως φαίνεται. Σύμφωνα με το CNBC, αρκετοί εργαζόμενοι διαπίστωσαν ότι κάποιες εταιρίες δημοσιεύουν εξαιρετικά μεγάλα εύρη: 50.000 έως 145.000 $ το χρόνο για μία ανοιχτή θέση δημοσιογράφου, 125.800 $ έως 211.300 $ για έναν senior technical writer και 106.000 $ έως 241.000 $ για μια θέση γενικού συμβούλου.
https://twitter.com/vikkie/status/1587473597970501632
Σύμφωνα με το νόμο, οι εργοδότες πρέπει να δημοσιεύουν τον ελάχιστο και μέγιστο μισθό που μπορούν να προσφέρουν για μια συγκεκριμένη θέση, όταν η αγγελία αναρτάται σε έναν εσωτερικό πίνακα, καθώς και σε εξωτερικούς ιστότοπους όπως το LinkedIn, το Glassdoor, το Indeed και άλλες πλατφόρμες αναζήτησης εργασίας. Ισχύει επίσης για οποιαδήποτε γραπτή περιγραφή μιας ανοιχτής εργασίας που εκτυπώνεται σε φυλλάδιο, διανέμεται σε έκθεση εργασίας ή δημοσιεύεται σε αγγελία σε εφημερίδα.
Ορισμένες επιχειρήσεις μπορεί να σταματήσουν να διαφημίζουν ανοιχτές θέσεις εργασίας και αντ’ αυτού να βασίζονται σε άλλα μέσα προσλήψεων. Ορισμένες εταιρείες μπορεί να επιλέξουν να… καταργήσουν τις αγγελίες εργασίας και να ενθαρρύνουν τους αιτούντες να υποβάλουν το βιογραφικό τους σε μια γενική διεύθυνση email, αναφέρει η Wall Street Journal. Άλλες ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν εταιρείες αναζήτησης εργαζομένων για να βρουν υποψηφίους για λογαριασμό τους, αντί να διαφημίσουν μία ανοιχτή θέση και να πρέπει να δημοσιεύσουν οι ίδιοι το εύρος αμοιβών.