αρχικηΟΙΚΟΝΟΜΙΑΝέα έρευνα: 6 στους 10 εργαζόμενους στην Ελλάδα δεν τα βγάζουν πέρα με τον μισθό τους

Νέα έρευνα: 6 στους 10 εργαζόμενους στην Ελλάδα δεν τα βγάζουν πέρα με τον μισθό τους

Την κακή εικόνα που υπάρχει στην αγορά εργασίας, καταγράφει η ετήσια έρευνα «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας για το 2021», που πραγματοποιεί για δεύτερη χρονιά φέτος το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την εταιρία Prorata SA.

Σύμφωνα με την έρευνα, 6 στους 10 εργαζομένους στην Ελλάδα (60,4%) δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους αποκλειστικά με τον μισθό τους- χωρίς να έχουν δηλαδή άλλους οικονομικούς πόρους.

Ως προς τις προσδοκίες και τις εκτιμήσεις των ερωτώμενων σχετικά με τις προσωπικές μισθολογικές προοπτικές τους, το 40,2% εκτιμά ότι ο μισθός τους θα παραμείνει στάσιμος ενώ ένα αντίστοιχο ποσοστό (39,1%) αναμένει μικρή αύξηση μέσα στην επόμενη πενταετία.

Ως προς το ύψος του κατώτατου μισθού, τέλος, φαίνεται πως υπάρχει μια ευρεία συμφωνία ότι αυτός είναι πολύ χαμηλός και ανεπαρκής.

Στο ερώτημα για το ποιες θα ήταν οι πιθανές επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού, το 90,6% απάντησε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είχε θετική επίπτωση στην ανάπτυξη, γιατί θα αυξανόταν το εισόδημα των νοικοκυριών και η αγοραστική κίνηση, ενώ μόνο το 7,3% απάντησε ότι θα είχε αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη, γιατί θα αυξανόταν οι μισθολογικές δαπάνες για τις επιχειρήσεις.

Στην ερώτηση «πόσο πιθανό θεωρείτε να χάσετε τη δουλειά (ή να μην ανανεωθεί η σύμβαση) από την οποία κερδίζετε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού σας εισοδήματος μέσα στον επόμενο ένα χρόνο;», το 22,2% χαρακτήρισε το ενδεχόμενο αυτό πολύ ή αρκετά πιθανό. Τη μεγαλύτερη ανασφάλεια εντοπίζουμε μεταξύ των απασχολούμενων με «μπλοκάκι» (55,9%), ενώ και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα τα ποσοστά αυτά εμφανίζονται αυξημένα (28,2%) και οπωσδήποτε πολύ μεγαλύτερα από το αντίστοιχο ποσοστό των μισθωτών του δημόσιου τομέα (9,7%).

Τηλεργασία

Το 48,0% των ερωτώμενων εργάστηκε για πρώτη φορά μέσω τηλεργασίας από το σπίτι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε σύγκριση με το 12,6% που είχε εργαστεί και προηγουμένως. Αντίθετα, ακόμη και σήμερα, το 39,1% δήλωσε ότι δεν έχει εργαστεί καθόλου εξ αποστάσεως από το σπίτι.

Περαιτέρω, από όσους/όσες δήλωσαν ότι έχουν εργαστεί μέσω τηλεργασίας, η πλειοψηφία (63,6%) έχει σταματήσει πλέον την εξ αποστάσεως εργασία, ενώ το 28,4% των ερωτώμενων εργάζεται κάποιες μέρες την εβδομάδα με τηλεργασία και τις υπόλοιπες στον χώρο εργασίας τους. Τέλος, το 8,0% δήλωσε ότι συνεχίζει να εργάζεται καθημερινά με τηλεργασία.

Μεταξύ όσων απάντησαν ότι έχουν εργαστεί με τηλεργασία, το 42,1% αξιολογεί τη συνολική εμπειρία του από την τηλεργασία θετικά, το 27,3% ουδέτερα και το 30,7% αρνητικά.

Το σημαντικότερο όφελος της απασχόλησης με τη μορφή της τηλεργασίας, σύμφωνα με την φετινή μας έρευνα, είναι η αποφυγή μετακινήσεων (48,4%), ενώ ακολουθεί η δυνατότητα παράλληλης φροντίδας νοικοκυριού και φύλαξης παιδιών (20,3%), η ελευθερία επιλογής χώρου εργασίας (17,2%) και η αποφυγή εντάσεων στο χώρο της δουλειάς. (7,2%).

Από την άλλη πλευρά, το βασικότερο μειονέκτημα της τηλεργασίας φαίνεται να είναι, σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτώμενων, η κοινωνική απομόνωση από τους συναδέλφους (58,3%) και ακολουθούν η έλλειψη συγκέντρωσης στην εργασία (31,7%) η έλλειψη κατάλληλου χώρου (24,9%), η οικονομική επιβάρυνση με το λειτουργικό κόστος της εργασίας (24,4%) και η δυσκολία συνδικαλιστικής συμμετοχής και συλλογικής δράσης με συναδέλφους (20,8%)

Μόνο 1 στους 5 εργαζόμενους καταγγέλλει εργοδοτικές παραβιάσεις που υφίσταται

Στην ερώτηση σχετικά με τα περιστατικά παραβάσεων/αθέτησης υποχρεώσεων από την πλευρά του εργοδότη, που οι ίδιοι οι ερωτώμενοι προσωπικά είχαν αντιμετωπίσει, οι απαντήσεις ήταν οι εξής:

Από το σύνολο όσων δήλωσαν ότι έχουν υποστεί τουλάχιστον μία από τις παραπάνω συμπεριφορές από τον εργοδότη τους κατά τον τελευταίο ένα χρόνο, μόνο ένας/μία στους πέντε (21,5%) δήλωσε ότι κατήγγειλε τον εργοδότη του/της είτε θεσμικά (ΣΕΠΕ, συνδικάτο κ.λπ.) είτε με άλλο τρόπο δημόσια (π.χ. ΜΜΕ ή social media). Οι υπόλοιποι/ες αναφέρουν ως λόγους μη καταγγελίας το ότι γνώριζαν ότι πολύ δύσκολα θα δικαιωθούν (35,2%), την θέλησή τους να προστατεύσουν την «καλή φήμη» τους ως εργαζομένων (14,6%), αλλά και την κατανόηση προς τον εργοδότη και την αναγνώριση ότι κάνει το καλύτερο που μπορεί (11,0%). Επίσης ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό (9,7%) δήλωσε ότι δεν υπέβαλε καταγγελία υπό το φόβο της απόλυσης.

Στις κρίσεις τους για το συνδικαλισμό, οι ερωτώμενοι/ες αναγνωρίζουν την αξία των συνδικάτων για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αν και είναι κριτικοί/ές προς τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και ζητούν περισσότερες και αυξημένες διεκδικήσεις και νέες εναλλακτικές μορφές κινητοποιήσεων.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΧΟΛΙΑ

Αφήστε ένα σχόλιο

3 × 2 =