Σε δύο πανεπιστήμια της Ελλάδας φαίνεται ότι συγκεντρώνονται τα περισσότερα παιδιά που προέρχονται από πλούσιες οικογένειες. Και συγκεκριμένα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και το Πολυτεχνείο Κρήτης. Ενώ ακολουθούν το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Πατρών. Αυτό προκύπτει με βάση τα στοιχεία έρευνας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με θέμα «Εκπαιδευτικές ανισότητες στην Ελλάδα: Πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και επιπτώσεις της κρίσης». Και αφορά φυσικά όσους δεν φεύγουν στο εξωτερικό για σπουδές.
Οι ερευνητές του ΙΟΒΕ επισημαίνουν ότι στα ΑΕΙ υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην οικογενειακή κοινωνικο-μορφωτική προέλευση των φοιτητών ανά ίδρυμα φοίτησης. Στο ΕΜΠ το 10,5% (κατά μέσο όρο την περίοδο 2001-2014) των φοιτητών προέρχονται από οικογένειες με πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο Πολυτεχνείο Κρήτης ανέρχεται σε 7,1%. Μεταξύ των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ξεχωρίζει το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό φοιτητών από το υψηλότερο κοινωνικό-μορφωτικό στρώμα της κοινωνίας (5,1%).
Το υψηλό και πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό οικογενειακό υπόβαθρο των φοιτητών αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα φοίτησης στο ΕΜΠ (+1,8% και +5,1% αντίστοιχα), στο ΑΠΘ (+4,3% και +5,1%), στο Πανεπιστήμιο Πατρών (+2,8% και +4,1%) και στο Πολυτεχνείο Κρήτης (+0,9% και +2,1%).
Σε αντίθεση με τα ΑΕΙ, στα Ιδρύματα Τεχνολογικής Εκπαίδευσης παρατηρείται μεγαλύτερη ομοιογένεια μεταξύ των ιδρυμάτων, ενώ η επίδραση των κοινωνικών χαρακτηριστικών έχει έντονο γεωγραφικό χαρακτήρα. Το υψηλότερο ποσοστό φοιτητών με υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο καταγράφεται στα ΤΕΙ Αθήνας (33,3% κατά μέσο όρο την περίοδο 2001-2014), Πειραιά (32,8%) και Θεσσαλονίκης (29,7%).
Πεδία σπουδών
Σημαντικές διαφορές διαπιστώνονται με βάση την προέλευση των φοιτητών ως προς τα πεδία σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυξημένα ποσοστά φοιτητών με πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο γονέων παρατηρούνται στις πανεπιστημιακές σχολές ιατρικής (10,7% κατά μέσο όρο την περίοδο 2001-2014), μηχανικών (8,5%) και νομικής (7,7%).
Απομονώνοντας τις συσχετίσεις με τα λοιπά κοινωνικά χαρακτηριστικά, προκύπτει ότι το πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο έχει την ισχυρότερη θετική επίδραση στην πιθανότητα φοίτησης στις σχολές μηχανικών (27,2%), ιατρικής (20,2%) και νομικής (11,9%). Μικρότερη, αλλά θετική και στατιστικά σημαντική είναι η επίδραση και στις άλλες επιστήμες υγείας (2,3%), στις φυσικομαθηματικές επιστήμες (2,1%) και στα τμήματα καλών τεχνών (2,1%). Η μεγαλύτερη αρνητική συσχέτιση του κοινωνικό-μορφωτικού επιπέδου με την πιθανότητα φοίτησης παρατηρείται στις φιλοσοφικές σχολές (-6,8% για τα ανώτατα κοινωνικό-μορφωτικά στρώματα).
Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, φαίνεται να εντείνονται μόνο ελαφρώς οι ανισότητες στην πρόσβαση στις σχολές ιατρικής και νομικής, ενώ υποχωρούν οι αντίστοιχες ανισότητες στους μηχανικούς. Ειδικότερα, η επίδραση στην πιθανότητα φοίτησης για τους φοιτητές που προέρχονται από οικογένειες με πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο γονέων αυξάνεται με την κρίση στην ιατρική από 18,1% σε 22,7%. Αντίστοιχα, αυξάνεται η πιθανότητα φοίτησης στις σχολές νομικής (από 12,2% σε 13,1%), ενώ μειώνεται στους μηχανικούς (από 28,7% σε 25,7%).
Επιπλέον, στη διάρκεια της κρίσης αυξήθηκε η πιθανότητα φοίτησης στις σχολές Γεωπονικής για τους φοιτητές που προέρχονται από το μεσαίο, υψηλό και πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο γονέων, που σημαίνει ότι με την κρίση η σύνθεση των φοιτητών μετατοπίστηκε προς τα ανώτερα στρώματα, ελέγχοντας για τις μεταβολές στα άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Αξίζει να σημειωθεί ακόμα ότι στις σχολές πληροφορικής στη διάρκεια της κρίσης ενισχύθηκε η προέλευση φοιτητών μεσαίου οικογενειακού επιπέδου, ενώ πριν από την κρίση υπερίσχυαν οι φοιτητές υψηλού επιπέδου οικογενειακής προέλευσης.
Στα ΤΕΙ, οι διαφορές στα κοινωνικά χαρακτηριστικά των φοιτητών ανάλογα με το πεδίο σπουδών είναι λιγότερο εμφανείς. Το ποσοστό φοιτητών με υψηλό και πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο γονέων είναι υψηλότερο στις γραφικές – καλλιτεχνικές σπουδές (48,9% και 4,2% αντίστοιχα κατά μέσο όρο την περίοδο 2001-2014).
Αυξημένα ποσοστά φοιτητών με τα συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται και στα τμήματα εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών (31,5% με υψηλό και 1,3% με πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο γονέων). Αντίθετα, στατιστικά σημαντικά μικρότερο ποσοστό φοιτητών με υψηλό και πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο καταγράφεται στα τμήματα οικονομίας και διοίκησης, επαγγελμάτων υγείας – πρόνοιας και τεχνολογίας γεωπονίας – αγροτικής παραγωγής – τροφίμων, με σχετικά μικρές διαφορές μεταξύ αυτών των πεδίων.
Σημαντικές, διαχρονικές διαφορές
Η μελέτη του ΙΟΒΕ κατέγραψε σημαντική και διαχρονική διαφορά στην κοινωνικό – μορφωτική οικογενειακή προέλευση των φοιτητών μεταξύ πανεπιστημιακών και άλλων ιδρυμάτων. Περισσότεροι από τους μισούς φοιτητές των πανεπιστημίων (53,3%) προήλθαν (το 2014) από οικογένειες με υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο, έναντι 30,2% στα ΤΕΙ και 31,6% στους φοιτητές των λοιπών ιδρυμάτων.
Επιπλέον, στα πανεπιστήμια είναι υψηλότερο το ποσοστό των φοιτητών που προήλθε (το 2014) από οικογένειες πολύ υψηλού κοινωνικό-μορφωτικού επιπέδου (6,4%) έναντι μόλις 1,3% στα ΤΕΙ και 1,1% στα λοιπά ιδρύματα. Αντίστοιχα, στα ΤΕΙ και τα λοιπά ιδρύματα περισσότεροι φοιτητές προήλθαν (το 2014) από οικογένειες μεσαίου (56,1% και 55,9%) και χαμηλού (12,4% και 11,5%) κοινωνικό-μορφωτικού επιπέδου.
Υπό την επίδραση της οικονομικής κρίσης, φαίνεται ότι αυξήθηκε η διαφορά στο ποσοστό φοιτητών με πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο στα πανεπιστήμια σε σχέση με τα υπόλοιπα ιδρύματα από 2,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 σε 3,7 π.μ. το 2010 και 5,1 π.μ. το 2014.
Με βάση την ανάλυση των στοιχείων για την περίοδο 2001-2014, οι φοιτητές με γονείς πολύ υψηλού κοινωνικό-μορφωτικού επιπέδου έχουν κατά 36,7% υψηλότερη πιθανότητα να σπουδάσουν σε πανεπιστήμιο, παρά σε ΤΕΙ ή στις λοιπές επαγγελματικές σχολές, σε σύγκριση με τους φοιτητές με χαμηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο γονέων.
Λίγο χαμηλότερο είναι το προβάδισμα σε όρους πιθανότητας φοίτησης σε πανεπιστήμιο (+36,2%) για τους φοιτητές με υψηλό κοινωνικό – μορφωτικό επίπεδο γονέων, ενώ στο μεσαίο κοινωνικό-μορφωτικό στρώμα η πιθανότητα είναι αυξημένη κατά 13,5%. Αντίστροφα, η πιθανότητα κάποιος φοιτητής να σπουδάζει σε ΤΕΙ είναι μειωμένη στα μεσαία και ανώτερα επίπεδα κοινωνικό-μορφωτικού επιπέδου.
Η μελέτη διαπίστωσε, επίσης, ανισότητες με βάση την οικογενειακή προέλευση των φοιτητών στη πρόσβασή τους σε κεντρικά (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) και περιφερειακά πανεπιστήμια, καθώς το ποσοστό φοιτητών με υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο γονέων ανήλθε στο 56,7% στα κεντρικά πανεπιστήμια, κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σύγκριση με τα ιδρύματα της περιφέρειας.