Yψηλοί φορολογικοί συντελεστές και διαφθορά – έλλειμμα διαφάνειας φιγουράρουν στη λίστα των σημαντικότερων εμποδίων στο επιχειρηματικό περιβάλλον, με τη διαφθορά και το έλλειμμα αδιαφάνειας μάλιστα το 2018 να κατακτούν τη δεύτερη θέση από την πέμπτη που κατείχαν το 2017.
Ακολουθούν, η πολιτική αβεβαιότητα για τη μετά τα μνημόνια περίοδο στη χώρα, οι εγχώριες οικονομικές επιπτώσεις της ύφεσης και οι εκκρεμείς δεσμεύσεις του προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής και –τέλος– η αναποτελεσματική λειτουργία των θεσμών.
Τα στοιχεία περιλαμβάνονται στην έρευνα «ο σφυγμός του επιχειρείν» που πραγματοποίησε για λογαριασμό του ΣΕΒ η MRB και παρουσιάστηκε χθες σε συνέντευξη Τύπου παρουσία του προέδρου του Συνδέσμου κ. Θεόδωρου Φέσσα.
Ο ασθενής έδωσε παλμό
Ο δείκτης αξιολόγησης των δυσκολιών που σχετίζονται με το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, σύμφωνα με την έρευνα, καταγράφει οριακή βελτίωση σε σχέση με το 2017, παραμένοντας ωστόσο σε επίπεδα χαμηλότερα της βάσης. Παρεμβαίνοντας στην παρουσίαση, πάντως, ο κ. Φέσσας χαρακτήρισε την έρευνα ανεπίκαιρη, σημειώνοντας ότι αν αυτή γινόταν σήμερα τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά, αφού το επιχειρηματικό περιβάλλον είναι ευμετάβλητο και το κλίμα, όπως είπε, «έχει χαλάσει διότι έχουμε μπει σε προεκλογική διαδικασία και αντί να δίνεται έμφαση στην επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων δίνεται έμφαση σε μια παροχολογία ένθεν κακείθεν». Πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα ολοκληρώθηκε το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου 2018 και η γενική εικόνα, όπως είπε ο κ. Μαύρος, που βγαίνει είναι ότι «ο ασθενής δεν έγινε καλά, αλλά έδωσε παλμό».
Μείζον πρόβλημα για το επιχειρείν αναδεικνύεται το πρόβλημα τη διαφθοράς, καθώς ο σχετικός δείκτης εμφανίζει αύξηση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017 και άνοδο στη δεύτερη θέση από την πέμπτη, στη λίστα των βασικών εμποδίων. Η επανεμφάνιση της διαφθοράς ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του επιχειρείν καταγράφεται από τον ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία που κυκλοφόρησε χθες, ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του επιχειρείν και –όπως σημειώνει– αποτελεί μια εξαιρετικά δυσάρεστη πραγματικότητα, η οποία αναδεικνύει την «αντοχή» συγκεκριμένων διαρθρωτικών προβλημάτων που έφεραν τη χώρα μας στην πρωτοφανή δυσμενή θέση των τελευταίων ετών.
Η διαφθορά πάντως δεν έχει τον ίδιο βαθμό εμποδίου για τις μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες το ιεραρχούν στην έρευνα κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το σύνολο των επιχειρήσεων. Αυτό, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, μπορεί να αιτιολογηθεί είτε από τον χαμηλό βαθμό έκθεσής τους στην ελληνική αγορά είτε από την ανάπτυξη εταιρικών πολιτικών πρόληψης της διαφθοράς, καθώς αυτό αποτελεί προαπαιτούμενο για τη δραστηριοποίηση σε ανταγωνιστικές ξένες αγορές.
Η έρευνα ανέδειξε την αναποτελεσματική λειτουργία των θεσμών, όπως η Δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες αρχές. Σε ό,τι αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις, στην κορυφή της λίστας κατατάσσονται το ΚΕΠ, το ΓΕΜΗ, η Εργάνη και τα τελωνεία, ενώ στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται τα δικαστήρια, οι πολεοδομίες και τα κτηματολογικά γραφεία, οι ανεξάρτητες αρχές, τα γραφεία εμπορικών υποθέσεων στις πρεσβείες και τα υπουργεία. Συνοψίζοντας, η άποψη της επιχειρηματικότητας, όπως αυτή καταγράφεται στην έρευνα, δείχνει ότι η ηλεκτρονική διακυβέρνηση έχει άμεση θετική επίδραση στον βαθμό ικανοποίησης, ενώ φορείς που δεν έχουν εξελιχθεί ψηφιακά δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων, γι’ αυτό και ο ΣΕΒ εκτιμάει ότι ένας από τους 4 πυλώνες της στρατηγικής ανάπτυξης της χώρας μέχρι το 2020 είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός.
Σε μικροοικονομικό επίπεδο, τα έξι σημαντικότερα εμπόδια καταγράφονται από την έρευνα ως εξής: ασταθές φορολογικό πλαίσιο, πολυνομία και ασαφές θεσμικό πλαίσιο, καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, αδυναμία πρόσβασης στη χρηματοδότηση, έλλειμμα χρηματοδοτικών και επενδυτικών κινήτρων και υψηλό ενεργειακό κόστος. Οι επιχειρήσεις θέτουν δύο βασικές προτεραιότητες πολιτικής για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη στη μεταμνημονιακή περίοδο. Αυτές είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών και η προσέλκυση επενδύσεων.
Σε ό,τι αφορά την πορεία των επιχειρήσεων, μία στις τέσσερις αναμένει αύξηση του τζίρου της την επόμενη χρονιά, μία στις πέντε προβλέπει βελτίωση του μεριδίου αγοράς, ενώ περισσότερες από μία στις δέκα εκτιμά ότι θα αυξήσει το προσωπικό. Τέλος, τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις εκτιμούν ότι η πραγματική και διατηρήσιμη ανάκαμψη ακόμα αργεί και θα έρθει σε περισσότερα από τέσσερα έτη ή και δεν θα έρθει ποτέ.
Πηγή: Καθημερινή